ιεροσυλώ

ιεροσυλώ
(Α ἱεροσυλῶ, -έω) [ιερόσυλος]
διαπράττω ιεροσυλία, κλέβω ιερά αντικείμενα από ναό, λεηλατώ ναό
νεοελλ.
ανοσιουργώ, βεβηλώνω, διαπράττω ασέβεια σε πρόσωπα ή πράγματα ιερά
αρχ.
φρ. α) «ἱεροσυλῶ τοὺς θεούς» — ληστεύω αυτά που ανήκουν στους θεούς
β) «ἱεροσυλῶ τὰ ἱερά» — ληστεύω τους ναούς.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ιεροσυλώ — ησα, μτβ. 1. κλέβω από ναό ιερά αντικείμενα, λεηλατώ ναό, κάνω ιεροσυλία. 2. μτφ., εκδηλώνω ασέβεια προς πρόσωπα ή πράγματα που θεωρούνται ιερά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἱεροσυλῶ — ἱεροσῡλῶ , ἱεροσυλέω rob a temple pres subj act 1st sg (attic epic doric) ἱεροσῡλῶ , ἱεροσυλέω rob a temple pres ind act 1st sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱεροσύλῳ — ἱεροσύ̱λῳ , ἱερόσυλος temple robber masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ιερόσυλημα — το (Α ἱεροσύλημα) [ιεροσυλώ] νεοελλ. το αντικείμενο που προέρχεται από ιεροσυλία, το ιερό αντικείμενο που έχει κλαπεί από ναό αρχ. η ενέργεια τού ιεροσυλώ*, κλοπή ή διαρπαγή ιερών αντικειμένων, ιεροσυλία …   Dictionary of Greek

  • ιεροσύληση — η (Α ἱεροσύλησις) [ιεροσυλώ] (πιθ. εσφ. γρ.) ιεροσυλία, σύληση ναού, διαρπαγή ή κλοπή ιερών αντικειμένων τού ναού …   Dictionary of Greek

  • ιεροφωρώ — ἱεροφωρῶ, έω (Α) επιγρ. ἱεροσυλῶ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιερ(ο) * + φωρώ (< φωρος < φωρ «κλέπτης»)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”